- χαλκωθείς
- χαλκόωturn to bronzeaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
χαλκώ — όω, Α [χαλκός] (ποιητ. τ.) 1. χαλκουργῶ* 2. παθ. χαλκοῡμαι, όομαι φορώ χάλκινη στολή («ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek